- ημεροθαλλής
- ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, -ές (Α)αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -θαλλής (< θάλ-λω), πρβλ. α-θαλλής, ιερο-θαλλής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμεροθαλλέσι — ἡμεροθαλλής gently sprouting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek